EPI-PHANIES
MUSEUM OF CONTEMPORARY ART
FLORINA

Title
EPI-PHANIES

Category
Objects

Period
2010-2011

Επί- phanies

 

epiphany

Syllabification: (e·piph·a·ny)

Pronunciation: /iˈpifənē/

 

noun (plural epiphanies)

(also Epiphany)

  • the  manifestation  of Christ to the Gentiles  as represented  by the Magi  (Matthew 2:1-12).

 

Origin:

Middle English:  from Greek  epiphainein ' reveal'.  The  sense relating  to the Christian  festival  is via  Old French epiphanie and  ecclesiastical  Latin  epiphania .

 

(Oxford  Dictionary)

 

επιφάνεια

1.το  σύνολο  των σημείων ενός  αντικειμένου  που βρίσκονται  στο εξωτερικό  μέρος  του  και έρχονται  σε επαφή  με το  περιβάλλον  του, που  το χωρίζουν  από τον υπόλοιπο  χώρο

2.ο  Ευκλείδης  στο πρώτο βιβλίο των Στοιχείων  του ορίζει την επιφάνεια  ως  εξής : «ἐπιφάνεια δέ ἐστιν, ὃ μῆκος καὶ πλάτος μόνον ἔχει.» [Ευκλ.1,Ορισμ.5]

3.(κατ' επέκταση)  η έκταση  ενός  ορισμένου  τμήματος  της  επιφάνειας

4.(ειδικότερα) (για υγρά) το επάνω  μέρος  του υγρού, εκείνο  το τμήμα  της  επιφάνειάς  του το οποίο έρχεται  σε επαφή με τον αέρα

5.(μεταφορικά) τα μη ουσιώδη στοιχεία  μιας  κατάστασης

6.(θρησκειολογία)  από την αρχαιότητα μέχρι  και σήμερα  σημαίνει  την  αποκαλυπτική  εμφάνιση  ενός  θεού ή ενός θείου όντος,  ή κάποιας υπερφυσικής  ή θείας  πραγματικότητας

  • στις  6  Ιανουαρίου  στην  ανατολική  Χριστιανική  εκκλησία  γιορτάζεται  η βάπτιση  του  Ιησού  Χριστού που  ονομάζεται  Θεοφάνεια  ή Επιφάνεια,  από το ότι θεωρείται  η πρώτη  φορά που  εμφανίστηκε  η Αγία Τριάδα και η άρα η τριαδικότητα του Θεού, ενώ  στην  δυτική  εκκλησία  γιορτάζεται  η εμφάνισ ή του στους  τρεις  μάγους  που ήταν εθνικοί  κατά την Εβραϊκή άποψη.
  • χρησιμοποιείται στους  αρχαίους  χρόνους για την εμφάνιση  θεών όπως φαίνεται στον Διονύσιο τον  Αλικαρνασέα,  Antiquitates  Romanae,  Books I-III [D.H. 2.68.1 & 2] και στον Διόδωρο Σικελιώτη, Ιστορική Βιβλιοθήκη, Βιβλία I-V [Diod. 2.47]

7. αποκάλυψη,  εκδήλωση

8. η  αποκαλυπτική  σύλληψη  ιδέας

 

(http://el.wiktionary.org)

 

 

Με ποιο τρόπο πραγματεύονται τα μορφοπλαστικά τους μέσα δύο καλλιτέχνες που έχουν ως αφετηρία δύο τελείως διαφορετικές κοσμοθεωρίες, ακολουθώντας ο ένας μία καθαρά υπερβατική θέαση που θέλει τον καλλιτέχνη μάγο και θεραπευτή και ο άλλος μία κατεξοχήν υλιστική αντίληψη με κοινωνικοπολιτική κατεύθυνση; Πόση απόσταση χωρίζει την αναπαράσταση του ‘ιερού’ από αυτή του ‘βέβηλου’ και ποια η διαφορά ανάμεσα στις επι-φάνειες μιας οιονεί θείας αποκάλυψης και αυτές των τηλεοπτικών δεκτών που διαμεσολαβούν την ανθρώπινη συνθήκη; Παραθέτοντας την 'συνομιλία' δύο σύγχρονων καλλιτεχνών που μετέρχονται λιγότερο ή περισσότερο συγγενικά εικαστικά μέσα, παρόλο το φιλοσοφικό-ιδεολογικό χάσμα ανάμεσά τους, ενδεχομένως έχει ενδιαφέρον να εστιάσουμε όχι σε ένα συγκαλυμμένο νόημα πέρα και πίσω από την επιφάνεια των έργων τους, αλλά ακριβώς στην κίνηση που εκτυλίσσεται πάνω στις πτυχώσεις της.

 

Το σώμα των έργων της τελευταίας ενότητας δουλειάς της Αλεξάνδρας Μαράτη και του Γιώργου Διβάρη συγκροτεί μια απόπειρα αρχιτεκτονικής ταξινόμησης και ανασύνταξης του κατακερματισμένου κόσμου. Εκκινώντας από μία εννοιολογική αντίληψη για την καλλιτεχνική τους έκφραση, οι δύο σύγχρονοι εικαστικοί δίνουν ο καθένας τη δική του βιωματική κατάθεση μέσα από ένα προσωπικό ιδίωμα που εισβάλει στο πεδίο της γλυπτικής κατασκευής αποδίδοντας ως επί το πλείστον τρισδιάστατα κλιμακωτά έργα (Μαράτη) ή ψηφιακές εκτυπώσεις σε σκληρά υλικά (Διβάρης). Σε κάθε περίπτωση, οι επιφάνειες των έργων τους  φέρουν ψήγματα επιπρόσθετων υλικών: για την Μαράτη αυτά είναι κατοπτρικά, μαγνητικά και διάφανα, υλικά που τείνουν να εξαϋλωθούν, που διασπώνται, που παραπέμπουν σε αρχέγονες πηγές εξόρυξης και στην πέμπτη διάσταση˙ για τον Διβάρη είναι κατά κύριο λόγο βιομηχανικά υλικά, πλαστικά, ηλεκτρονικές πλακέτες και μεταλλικά εξαρτήματα. Η υλικότητα των αντικειμένων που επιλέγουν δεν έρχεται σε αντιπαράθεση με τις εννοιολογικές καταβολές της τέχνης τους, αντίθετα γεννά μια αναμέτρηση μορφής και περιεχομένου, ενδεικτική της γονιμότητας της ‘γραφής΄τους.

 

 Ακόμη και στις ζωγραφικές εικόνες από σπρέυ, παστέλ ή άλλα υλικά, η Μαράτη εγκιβωτίζει τις επιφάνειες των έργων της μέσα σε επιζωγραφισμένα plexiglass μεταδίδοντας έτσι την αίσθηση της τρίτης διάστασης και του βάθους. Επιστρατεύοντας γραφισμούς με σπρέυ (σκόνη που εξαϋλώνεται στον αέρα) εμπνευσμένους από τα crop circle και κάρβουνα που έχουν την έννοια του άνθρακα/ενεργειακού στοιχείου, δημιουργεί χώρους διαλογισμού με έντονο το διαδραστικό στοιχείο. Αποσπάσματα κρυπτικού λόγου και αρχέγονες πρακτικές λατρείας, αναπαραστάσεις βωμών και ενεργειακών πυραμίδων, πύλες άλλων διαστάσεων και πρακτικές μύησης συνιστούν το σταθερό θέμα που διατρέχει τη δουλειά της εδώ και αρκετά χρόνια καθώς έχει διαδεχθεί έναν μάλλον πιο 'γήινο' και πολιτικό (ή 'guerrilla' όπως θα προτιμούσε)  προσανατολισμό που στιγμάτιζε την περιβαλλοντική καταστροφή ως απότοκο της ανθρώπινης δραστηριότητας σε προγενέστερα έργα Παραπομπές σε φιλοσοφικά αρχέτυπα, πρακτικές λατρείας και αποστάγματα ερμητικού λόγου έρχονται κάθε φορά να διευρύνουν το πεδίο μύησης της Αλεξάνδρας Μαράτη σε ένα παλίμψηστο τελετουργικό μετάβασης από την διάσταση του 'αισθητού' σε μία υπερφυσική τάξη πραγμάτων. Συνθετικά κυριαρχούν οι διαγώνιοι άξονες, τα τριγωνικά μοτίβα καθώς και τα ενεργειακά σπειροειδή σχήματα που εκτοξεύουν το βλέμμα του θεατή σε ένα 'φυγοκεντρικό' καλειδοσκόπιο χρωμάτων της ίριδας όπου εναλλάσσονται με θραύσματα κρυστάλλων, ψιθύρους ευχών και αχτίδες απόκοσμου φωτός.

 

Πιστή στην αναπαράσταση μιας υπερκοσμικής διάστασης με όρους συμπαντικούς και κάθε άλλο παρά γήινους, η Αλεξάνδρα Μαράτη χρησιμοποιεί άλλοτε τη ζωγραφική και άλλοτε την κατασκευαστική της ικανότητα για να συγκροτήσει μαγνητικά πεδία μέσω της δημιουργίας πυραμίδων ποικίλων διαστάσεων που ακτινοβολούν φως, αυστηρών γεωμετρικών κατασκευών με κιναισθητικές ιδιότητες ή βωμών-βιβλίων οικουμενικής σοφίας και γνώσης. Η τοποθέτησή τους στον χώρο δεν είναι ποτέ τυχαία ή συγκυριακή: κάθετες και οριζόντιες ορίζουν την ροή της ύλης και του πνεύματος, καθορίζοντας την ενεργειακή τοποθέτηση των σωμάτων στον χώρο της μύησης. Η απάντησή της στην απομάγευση του κόσμου φέρει έναν τόνο νοσταλγίας που μετουσιώνει την θεραπευτική του πρόθεση σε μια πρόσκληση για μύηση. Η επιμονή στην χρήση κατοπτρικών στοιχείων στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό κάθε γλυπτικής κατασκευής, καθώς και στη βάση τοποθέτησής τους στον χώρο, έρχεται να επιβεβαιώσει την αρχή “As above, so below”. Ως πυρήνας και οδηγός της δουλειάς της Αλεξάνδρας Μαράτη αντηχούν οι στίχοι του W. B. Yeats: I call to the mysterious one who yet/Shall walk the wet sands by the edge of the stream/And look most like me, being indeed my double,/And prove of all imaginable things/The most unlike, being my anti-self,/And, standing by these characters, disclose/All that I seek . . .

 

Συνεπής σε μία πολύχρονη εξελικτική πορεία (τουλάχιστον από το 2006 οπότε και παρουσιάστηκε η προτελευταία του ατομική έκθεση) η οποία εστιάζει την κριτική της στην πληροφορία και την ψηφιακή εικόνα, ο Γιώργος Διβάρης επινοεί νέες σχέσεις υλικών πάντα σε αντίστιξη με την αναπαραγωγή στιγμιοτύπων της επικαιρότητας. Τα αυστηρά γεωμετρικά σχήματα με τα τετράγωνα και παραλληλόγραμμα μοτίβα σε οριζόντια ή σπανιότερα, κάθετη διάταξη, αντηχούν στις ‘μεταλλικές’ του ειδήσεις  και αναμετρώνται μόνο με τις υπομνήσεις του ‘πραγματικού’ κόσμου (μεταλλικά εξαρτήματα, παροπλισμένες ηλεκτρονικές συσκευές και λιωμένο βιομηχανικό πλαστικό) σε μία χειρονομία αποκάλυψης του εμπεδωμένου ανορθολογισμού: μαζική μετανάστευση, κοινωνικές συγκρούσεις, άγρια καταστολή, πολεμικές συρράξεις, ‘χειρουργικοί’ βομβαρδισμοί.

 

Ακολουθώντας μια πρωιμότερη περίοδο διαπραγμάτευσης με καθαρά μη παραστατικά μέσα, ακατέργαστα υλικά και εσκεμμένα ‘ακαλαίσθητα’ αποτελέσματα στον καμβά του, ο Διβάρης στην πιο ώριμη έκφραση της τρέχουσας έρευνάς του συγκροτεί πλέον επιφάνειες-δέρματα του πραγματικού: υψηλής minimal αισθητικής, στιλπνές και καλογυαλισμένες, κατασκευαστικά άρτιες και συνθετικά άψογες στην απλότητά τους, που χωρίς πολλές περιστροφές μας σερβίρουν τα απόβλητα μετα-προϊόντα ενός κόσμου που αναγνώρισε πλέον στην εικόνα την απόλυτη αφαίρεση του εαυτού του.

 

Αυτή δεν είναι η εποχή των ηρώων ή των επαναστάσεων, δεν είναι η εποχή μιας μετα-διαφωτιστικής συμβίωσης της ανθρωπότητας στην ‘εξορθολογισμένη’ Δύση. Αυτή είναι η εποχή της εικόνας και της αναπαράστασης σε μία οικονομική, κοινωνική και πολιτική διάταξη βαρβαρότητας και «εξαίρεσης», είναι με άλλα λόγια η εποχή της διαμεσολαβημένης, «γυμνής» ζωής κάτω από την νεωτερική εξουσιαστική κυριαρχία.  Και σε μια τέτοια ζωή δεν αρμόζει παρά μια τέχνη που αγωνίζεται να «εμφανίσει» όσα δεν «φαίνονται» σε μια στιγμή θείας αποκάλυψης - epiphany για ένα (μάλλον αδιόρατο) ευτυχέστερο επέκεινα ή να οργανώσει επιφάνειες - ανακλαστικά κάτοπτρα χωρίς σημείο διαφυγής, ψυχρές και αδιαπέραστες, ως ανελέητο και αμετάκλητο ενθύμιο του παρόντος που μας διαφεύγει.

 

Για την Μαράτη ο ρόλος του καλλιτέχνη ανάγεται σε αυτόν του μαθητευόμενου μάγου ή του σαμάνου που καλείται να αντικρύσει τις συμπαντικές δυνάμεις και να εξευμενίσει τις αντίρροπες τάσεις που συσσωρεύονται στα ενεργειακά πεδία του σύγχρονου θρυμματισμένου ανθρώπου. Για τον Διβάρη η σύγκρουση που ‘παίζεται’ στα δελτία των 8 για να χειρα/ψυχα-γωγήσει το κοινό μιας ύστερης κοινωνίας του θεάματος είναι αυτό που πρέπει να αναπαρασταθεί εκ νέου σε στιλπνές επιφάνειες που θα αντανακλούν το βλέμμα του θεατή –όπως και τον κόσμο που τον περιβάλει- μαζί με την αλαζονεία της απόστασής του από τις αναπαριστώμενες συμφορές, για να κηλιδωθεί μόνο από τα ιδιόμορφα ‘memento mori’ της υλικής προόδου μιας βιομηχανικής κοινωνίας που οδεύει με αξιοσημείωτη αυτοπεποίθηση προς την αυτοκαταστροφή της

 

Η μεταφρασιμότητα και ο αντίκτυπος των έργων και των δύο καλλιτεχνών σε ένα, φυσικά, ετερόκλητο ‘κοινό’, είναι κάθε άλλο παρά εύκολη, βολική ή ευχάριστη διαδικασία. Οι ομιχλώδεις πύλες ενόρασης της Αλεξάνδρας Μαράτη συντονίζονται ανάλογα με την αντιληπτικότητα του θεατή που πρόκειται να μυηθεί, προκαλώντας συναισθήματα απελευθέρωσης όταν ολοκληρώνεται η θετική επιρροή τους. Ωστόσο, η προσβασιμότητα στο ‘μυθικό’ της Άγνωστο δεν είναι αυτονόητη. Αντίστοιχα, μπροστά στις γαλβανισμένες οθόνες της αισθητικοποιημένης βαρβαρότητας του Γιώργου Διβάρη, ο θεατής μπορεί να βιώσει μόνο αισθήματα αποξένωσης, ανησυχίας ή και αποστροφής απέναντι σε ένα απωθημένα ‘οικείο’ από το οποίο έχει κατορθώσει να αποστασιοποιηθεί μέσα στην υπεροψία[8] του.

 

Ο καλλιτέχνης-οδηγός, ο καλλιτέχνης-πύλη, που χτίζει μια διαπερατή επιφάνεια μετάβασης από τον υλικό στον άϋλο κόσμο, έρχεται αντιμέτωπος με τον καλλιτέχνη-καθρέφτη, τον καλλιτέχνη-αγγελιαφόρο κακών ειδήσεων που στήνει ένα μεγεθυντικό κάτοπτρο στο πρόσωπο της ανθρωπότητας.

Επιφάνειες που καλούν σε ανεπαίσθητα περάσματα και επιφάνειες που καλούν σε παύση και αναστοχασμό.

Ανάμεσά τους ένας ολόκληρος κόσμος.

 

 

EPIPHANIES:

"For Marati the artist’s role becomes the one of a sorcerer’s apprentice or a shaman called to confront the universal forces and pacify the counter tendencies gathered in the energetic fields of the crushed contemporary man.   
For Divaris the conflict played in the 8 o’clock news, to manipulate/entertain the public of a posterior society of the spectacle, is what supposed to be represented over again in sleek surfaces reflecting the sight of the spectator- as well as his/her surrounding world- together with the arrogance of his/her distance from the represented disasters, to be stigmatized only by the peculiar “memento mori” of material progress in an industrial society that is marching, with a remarkable self esteem, towards its own destruction.
 
The interpretation and effect of both artists works on one, of course heterogeneous, public is not the easiest, most comfort or pleasant procedure. The hazy doors of perception by Alexandra Marati coordinate with respect to the receptiveness of the spectator who is going to be initiated, causing feelings of deliverance after the completion of their positive influence. Nevertheless the accessibility in her “mythic” Unknown is not obvious. Accordingly in front of the galvanized screens of Divaris’ aestheticized barbarism, the spectator can experience nothing but alienation, uneasiness or even repulsion faced with a repressed “familiarity” from which he/she has managed to distance through his/her arrogance.
 
The artist-guide, the artist-gate, who builds a penetrable surface of transition from the material to the immaterial world, opposite to the artist-mirror, the artist- messenger of bad news who puts up a magnifying lens across humanity face.
 
Surfaces calling to subtle passages and epiphanies calling to a pause and contemplation.
Between them a whole world."

Anthie Argyriou - art theorist 

Share this: on Facebook